ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
-ές (Μ ἐρυθροβαφής, -ές)βαμμένος με κόκκινο χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -βαφής < βαφή.