ευαστής

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

εὐαστής, -οῦ και εὐάστης, -ου, ὁ (Α) ευάζω
1. αυτός που κράζει ευαί, που βακχεύει
2. φρ. α) «εὐαστὴς θεός» — ο Βάκχος
β) «εὐαστὴς θρίαμβος» — ο μικρός θρίαμβος, ο εύας.