ευθηνιάρχης
From LSJ
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
Greek Monolingual
εὐθηνιάρχης και εὐθηνίαρχος, ὁ (Α)
ο επόπτης του επισιτισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθηνία + -άρχης].
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
εὐθηνιάρχης και εὐθηνίαρχος, ὁ (Α)
ο επόπτης του επισιτισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθηνία + -άρχης].