εὐθηνιάρχης
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
English (LSJ)
ον, ὁ, eutheniarch, commissioner of provisions, commissioner of food- (esp. corn-) supply, BGU556ii12, POxy.1412.1 (both iii A.D.):—hence εὐθηνιαρχέω, ib.908.19 (ii A.D.), 2108.3 (iii A.D.), BCH12.84 (Zeus Panamaros).
Greek Monolingual
εὐθηνιάρχης και εὐθηνίαρχος, ὁ (Α)
ο επόπτης του επισιτισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθηνία + -άρχης].