ευκολοπέραστος

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που μπορεί κάποιος να τον διαπεράσει εύκολα («ποταμός ευκολοπέραστος»).