ευκολοπέραστος

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που μπορεί κάποιος να τον διαπεράσει εύκολα («ποταμός ευκολοπέραστος»).