ευλυσία
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
Greek Monolingual
ευλυσία, ἡ (Α) εύλυτος
1. ευκολία στην κίνηση, ευλυγισία, επιτηδειότητα
2. φρ. «εὐλυσία κοιλίας» — υγιεινή κίνηση τών εντέρων (Κικ.)
3. απελευθέρωση, χαλάρωση, ανακούφιση (αντίθ. στένωσις).