Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
-η, -ο (Α εὑρεσίτεχνος, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ευρεσίτεχνο
δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
αρχ.
αυτός που ανακαλύπτει τέχνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι- (< ευρίσκω) -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. έν-τεχνος, κακό-τεχνος).