ευσυνάλλακτος
From LSJ
Greek Monolingual
εὐσυνάλλακτος, -ον (ΑΜ)
αυτός με τον οποίο συναλλάσσεται κάποιος εύκολα, ο συμβιβαστικός.
επίρρ...
εὐσυναλλάκτως (Α)
1. με τρόπο που δείχνει τίμια συναλλαγή
2. αποτελεσματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν-αλλάσσομαι].