Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ευσυνάλλακτος

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698

Greek Monolingual

εὐσυνάλλακτος, -ον (ΑΜ)
αυτός με τον οποίο συναλλάσσεται κάποιος εύκολα, ο συμβιβαστικός.
επίρρ...
εὐσυναλλάκτως (Α)
1. με τρόπο που δείχνει τίμια συναλλαγή
2. αποτελεσματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν-αλλάσσομαι].