εφήδομαι

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80

Greek Monolingual

ἐφήδομαι (Α)
1. επιχαίρω, χαίρομαι για κάτι κακό, χαιρεκακώ («ἐν μὲν ταῖς συμφοραῖς πλείστους ἔχει τοὺς ἐφηδομένους», Δίων Χρυσ.)
2. χαίρομαι, ευχαριστιέμαι («οὐκ ἐπιτήδειος ὁ καιρὸς ἐφησθῆναι», Δημοσθ.)
3. (σπαν. και με καλή σημασία) αισθάνομαι χαρά, αισθάνομαι ευχαρίστηση για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήδομαι].