εφηβεία

From LSJ

Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst

Menander, Monostichoi, 484

Greek Monolingual

και σπαν. εφηβία, η (Α ἐφηβεία και ἐφηβία) έφηβος
εφηβική ηλικία, ήθη, η ηλικία του εφήβου («περί Ἐπικούρου ἐφηβείας», Διογ. Λαέρ.)
αρχ.
επιγρ. εφηβική εκπαίδευση, γύμναση.