γύμναση

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source

Greek Monolingual

η (AM γύμνασις)
σωματική ή πνευματική άσκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνάζομαι (πρβλ. γυμνάζω)].