εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
η (AM γύμνασις)σωματική ή πνευματική άσκηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνάζομαι (πρβλ. γυμνάζω)].