εφηβεία
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
και σπαν. εφηβία, η (Α ἐφηβεία και ἐφηβία) έφηβος
εφηβική ηλικία, ήθη, η ηλικία του εφήβου («περί Ἐπικούρου ἐφηβείας», Διογ. Λαέρ.)
αρχ.
επιγρ. εφηβική εκπαίδευση, γύμναση.