εχθραίνω
From LSJ
Greek Monolingual
ἐχθραίνω (ΑΜ) έχθρα
(μεταγ. τ. του εχθαίρω)
1. μισώ, εχθρεύομαι
2. βρίσκομαι σε εχθρικές σχέσεις με κάποιον, είμαι εχθρός («δύο ἀδελφοὶ ἐχθραίνοντες ἀλλήλοις», Τζέτζ.)
3. κάνω κάποιον εχθρικό, μισητό («τὰς Ἑλληνίδας πόλεις ἤχθραινε τῷ Δαρείῳ» Τζέτζ.)
μσν.
(και το μέσ.) ἐχθραίνομαι
(με ενεργ. σημ.) εχθρεύομαι, μισώ
αρχ.
(μτχ. αορ.) οἱ ἐχθράναντες
οι εχθροί.