εύγονος

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524

Greek Monolingual

εὔγονος, -ον (Α)
1. ο παραγωγικός, ο γόνιμος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔγονον
η παραγωγική δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γόνος.