τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect
εὔπυρος, -ον (Α)με άφθονα σιτηρά, σιτοφόρος («εὔπυροι λειμῶνες», Πολυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πυρός «σιτάρι»].