εύρυνση

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

η
το να καταστεί κάτι ευρύτερο, η διαπλάτυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς].