εύχυλος
From LSJ
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
εὔχυλος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει καλό, νόστιμο χυλό, εύγευστος, νόστιμος.
επίρρ...
εὐχύλως (Α)
με άφθονο χυλό, με άφθονο χυμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χυλός «χυμός-γεύση»].