εὔχυλος
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
εὔχυλον, juicy, succulent, Thphr. CP 6.11.15 (Comp.), Archig ap.Gal.12.460, etc.; of meat, Alex.189, Diph.Siph. ap. Ath.2.62c, Hices.ib.7.282d: metaph., Phld.Po.1676 Fr.11. Adv. εὐχύλως Hp.Mul.1.17.
German (Pape)
[Seite 1110] mit guten Säften, saftreich, Theophr., von Pflanzen; wohlschmeckend, bei Ath. VII, 282 d u. öfter. – Adv. εὐχύλως, saftreich, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
εὔχῡλος: -ον, ἔχων καλὸν χυλόν, πλήρης χυλοῦ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 15· Ἱκέσιος, αὐτόθι 282D. - Ἐπίρρ. -λως, Ἱππ. 589. 28.
Greek Monolingual
εὔχυλος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει καλό, νόστιμο χυλό, εύγευστος, νόστιμος.
επίρρ...
εὐχύλως (Α)
με άφθονο χυλό, με άφθονο χυμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χυλός «χυμός-γεύση»].