εἰσιτητέος
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de εἴσειμι.
Spanish (DGE)
-α, -ον
accesible, al que se puede entrar ὅπως μὴ ... (τὰ ἀρχεῖα) εἰσιτητέα εἴη Agath.19.4.
Middle Liddell
εἰσῐτητέος, ον verb. adj. of εἴσειμι,]
one must go in, Luc.