εὐθύρριζος

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθύρριζος Medium diacritics: εὐθύρριζος Low diacritics: ευθύρριζος Capitals: ΕΥΘΥΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: euthýrrizos Transliteration B: euthyrrizos Transliteration C: efthyrrizos Beta Code: eu)qu/rrizos

English (LSJ)

εὐθύρριζον, straight-rooted, Thphr. HP 1.7.2.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθύρριζος: εὐθείας ῥίζας ἔχων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1, 7, 2.

Greek Monolingual

εὐθύρριζος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που έχει ίσιες ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + ρίζα].

German (Pape)

mit geraden Wurzeln, Theophr.