Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
Menander, Monostichoi, 501French (Bailly abrégé)
adv.
de manière à supporter facilement : εὐφόρως ἔχειν πρός τι PLUT être en état de supporter facilement qch.
Étymologie: εὔφορος.
Russian (Dvoretsky)
εὐφόρως: легко, без труда (τλῆναι Soph.; ἔχειν πρὸς τὰ κρύη καὶ τοὺς χειμῶνας Plut.).