εὐφόρως

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

French (Bailly abrégé)

adv.
de manière à supporter facilement : εὐφόρως ἔχειν πρός τι PLUT être en état de supporter facilement qch.
Étymologie: εὔφορος.

Russian (Dvoretsky)

εὐφόρως: легко, без труда (τλῆναι Soph.; ἔχειν πρὸς τὰ κρύη καὶ τοὺς χειμῶνας Plut.).