εὐφώνως
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
French (Bailly abrégé)
adv.
avec une belle ou forte voix.
Étymologie: εὔφωνος.
Russian (Dvoretsky)
εὐφώνως:
1 благозвучно (ᾆσαι Plut.);
2 громким голосом, громогласно (βοᾶν Luc.).