ζέον

From LSJ

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source

Greek Monolingual

το
βλ. ζέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. μτχ. του ρ. ζέω«βράζω»].