ζεστοκοπώ

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

-άω
ζεσταίνομαι ή ζεσταίνω πολύ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζέστη + -κοπώ (πρβλ. γλεντοκοπώ, ιδρωκοπώ)].