ζεστοκοπώ

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

-άω
ζεσταίνομαι ή ζεσταίνω πολύ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζέστη + -κοπώ (πρβλ. γλεντοκοπώ, ιδρωκοπώ)].