ζευγίον

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζευγίον Medium diacritics: ζευγίον Low diacritics: ζευγίον Capitals: ΖΕΥΓΙΟΝ
Transliteration A: zeugíon Transliteration B: zeugion Transliteration C: zevgion Beta Code: zeugi/on

English (LSJ)

τό, = ζυγόν 111.2, IG11(2).287A51 (iii B.C.),12(5).872.37 (iii B.C.).

Greek Monolingual

ζευγίον, τὸ (Α)
το λίθινο ανώφλι ή κατώφλι της διπλής πόρτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος. Αναφέρεται στα δύο φύλλα της πόρτας].