ζωντόβολο

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source

Greek Monolingual

το (Μ ζωντόβολο[ν])
(για βόδια, άλογα κ.ά. κατοικίδια ζώα) ζώο, κτήνος
νεοελλ.
1. (μτφ. για πρόσ., υβριστικά) αυτός που είναι τόσο ανόητος ώστε δεν διαφέρει από ζώο
2. (για πρόσ.) άξεστος, χονδράνθρωπος, αγροίκος
μσν.
1. κατοικίδιο ζώο
2. (περιλπτ.) το σύνολο τών κατοικίδιων ζώων κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζωντόβολο(ν) από τον πληθ. ζωντόβολα, τα < μτχ. ζώντα + -βολα < -βολος (< βάλλω), το οποίο εν προκειμένω έχει περιεκτική σημ. («πολλά ζώα»)].