ζωντόβολο

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

Greek Monolingual

το (Μ ζωντόβολο[ν])
(για βόδια, άλογα κ.ά. κατοικίδια ζώα) ζώο, κτήνος
νεοελλ.
1. (μτφ. για πρόσ., υβριστικά) αυτός που είναι τόσο ανόητος ώστε δεν διαφέρει από ζώο
2. (για πρόσ.) άξεστος, χονδράνθρωπος, αγροίκος
μσν.
1. κατοικίδιο ζώο
2. (περιλπτ.) το σύνολο τών κατοικίδιων ζώων κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζωντόβολο(ν) από τον πληθ. ζωντόβολα, τα < μτχ. ζώντα + -βολα < -βολος (< βάλλω), το οποίο εν προκειμένω έχει περιεκτική σημ. («πολλά ζώα»)].