ζωότης
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
German (Pape)
[Seite 1144] ητος, ἡ, Tierheit, im Gegensatz von θειότης gebildet, Plut. Qu. Plat. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ζωότης: -ητος, ἡ, ζωϊκὴ φύσις, Πλούτ. 2. 1001Β, Γαλην. 5. σ. 336· πρβλ. θειότης.
Greek Monolingual
ζῳότης, ἡ (Α) ζῴον
1. η ιδιότητα του ζώου, η ζωική φύση
2. ζωτική δύναμη, ζωτικότητα.