ηδανός

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512

Greek Monolingual

ἡδανός, -ή, -όν (Μ)
τ. που πλάστηκε από τους γραμματικούς, για να εξηγήσουν τον τ. εδανός (Ι), ο οποίος είχε παρετυμολογικά συνδεθεί με το επίθ. ηδύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].