ηλαίνω

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source

Greek Monolingual

ἠλαίνω (Α)
(επικ. τ. αντί αλαίνω)
1. περιφέρομαι, περιπλανώμαι
2. μτφ. είμαι μωρός, ξεμωραίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηλάσκω].