βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
ἠλαίνω (Α)(επικ. τ. αντί αλαίνω)1. περιφέρομαι, περιπλανώμαι2. μτφ. είμαι μωρός, ξεμωραίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηλάσκω].