ηλεκτροστατικός

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στατικό ηλεκτρισμό και στα φαινόμενά του, αυτός που βασίζεται στους νόμους της ηλεκτροστατικής ή που παράγει στατικό ηλεκτρισμό («ηλεκτροστατική μηχανή»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ηλεκτροστατική
τομέας του ηλεκτρισμού, κλάδου της φυσικής, που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών φαινομένων ισορροπίας του ηλεκτρισμού στα διάφορα ηλεκτρισμένα σώματα, ο στατικός ηλεκτρισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrostatic < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-) + static (πρβλ. στατικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ].