τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain
-η, -ο1. αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο2. το ουδ. ως ουσ. το ηλιόφωτοτο φως του ήλιου, το ηλιόφως.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φωτος (< φως), πρβλ. λειψίφωτος, πολύφωτος].