ηλότυπος
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
ἡλότυπος, -ον (Α)
ο τρυπημένος με καρφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος + -τυπος (< τύπος με την αρχική σημ. «κοίλο αποτύπωμα»).