ημίβραχυς

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

-υ (Α ἡμίβραχυς, -εία, -υ)
1. (στην προσωδία) βραχύς κατά το ήμισυ
2. το ουδ. ως ουσ. το ημίβραχυ
το τρίτο κατά σειρά σημείο διάρκειας της αναλογικής σημειογραφίας που αντιστοιχεί σε δύο βραχέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + βραχύς.