θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
ἡμίοπλος, -ον (Α)αυτός που είναι κατά το ήμισυ οπλισμένος, όχι πλήρως οπλισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -οπλος (< όπλον), πρβλ. άοπλος, ένοπλος].