ημίσβεστος

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
μισοσβησμένος, όχι εντελώς σβησμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + σβεστος (< σβέννυ-μι «σβήνω»)].