ημίσβεστος

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

-η, -ο
μισοσβησμένος, όχι εντελώς σβησμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + σβεστος (< σβέννυ-μι «σβήνω»)].