ημιβάρβαρος

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἡμιβάρβαρος, -ον)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ βάρβαρος, ο εν μέρει μόνο εκπολιτισμένος.