ημιμελικός

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό ημιμελία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ημιμελία ή στον ημιμελή.