ημιτέταρτον

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source

Greek Monolingual

ἡμιτέταρτον, τὸ (Α)
(επιγρ. και πάπ.)
1. μικρό μολύβδινο βαρίδι που αντιστοιχούσε με το όγδοο της μνας
2. τα τρία τέταρτα ενός πράγματος.