σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
ἡμιτέταρτον, τὸ (Α)(επιγρ. και πάπ.)1. μικρό μολύβδινο βαρίδι που αντιστοιχούσε με το όγδοο της μνας2. τα τρία τέταρτα ενός πράγματος.