ημιτέταρτον

From LSJ

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source

Greek Monolingual

ἡμιτέταρτον, τὸ (Α)
(επιγρ. και πάπ.)
1. μικρό μολύβδινο βαρίδι που αντιστοιχούσε με το όγδοο της μνας
2. τα τρία τέταρτα ενός πράγματος.