ημύω

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

ἠμύω (Α)
1. κλίνω, γέρνω («ἑτέρωσ' ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν», Ομ. Ιλ.)
2. (για σπαρτά, όταν τα στάχια γέρνουν, όχι από τον άνεμο αλλά λόγω του βάρους) κλίνω προς τα κάτω
3. (μτφ. για πόλεις) καταπίπτω, καταρρέω
4. (μτβ.) αφανίζω, καταστρέφω
5. καταστρέφομαι, φθείρομαι, χάνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ως σύνθ. απαντά με τις προθέσεις επί, υπό και κατά].