ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
θῆμα, τὸ (Α) τίθημι1. τάφος, μνήμα, θήκη νεκρού2. γλωσσ. προοίμιο.