θαμπουλίζω

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source

Greek Monolingual

έχω θαμπάδα, θαμπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + υποκορ. καταλ. -ουλίζω (πρβλ. βηχ-ουλίζω < βήχας)]