θαμπουλίζω

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source

Greek Monolingual

έχω θαμπάδα, θαμπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + υποκορ. καταλ. -ουλίζω (πρβλ. βηχ-ουλίζω < βήχας)]