θερμαστής

From LSJ

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source

Greek Monolingual

ο θερμαίνω
ειδικός τεχνίτης επιφορτισμένος να συντηρεί και να ρυθμίζει τη φωτιά σε λέβητες ή καμίνους πλοίων, βιομηχανικών εγκαταστάσεων, κ.λπ.